ενοργανώνω

ενοργανώνω
ενοργάνωσα, ενοργανώθηκα, ενοργανωμένος, μτβ. (μουσ.), κατανέμω τα μέρη μουσικής σύνθεσης στα διάφορα όργανα της ορχήστρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενοργανώνω — και ενοργανώ, όω αναθέτω σε ορισμένο όργανο ή ομάδα οργάνων την κάθε φωνή μουσικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. instrumenter, orchestrer). H λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”